σιτευτός

σιτευτός
-ή, -ό / σιτευτός, -ή, -όν, ΝΜΑ [σιτεύω]
(για ζώα και πτηνά) καλοθρεμμένος, αυτός που έχει παχύνει με άφθονη τροφή, θρεφτάρι (α. «τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν», ΚΔ.
β. «σιτευτοῑς βουσίν», Πολ.
γ. «χῆνας σιτευτάς», πάπ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σιτευτός — σῑτευτός , σιτευτός fed up masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιτευτός — ή, ό καλά θρεμμένος, παχύς: Έσφαξε το μόσχο το σιτευτό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σιτευτά — σιτευτά̱ , σιτευτής one who feeds up cattle masc nom/voc/acc dual σιτευτής one who feeds up cattle masc voc sg σιτευτής one who feeds up cattle masc nom sg (epic) σῑτευτά , σιτευτός fed up neut nom/voc/acc pl σῑτευτά̱ , σιτευτός fed up fem… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιτευτῶν — σιτευτής one who feeds up cattle masc gen pl σῑτευτῶν , σιτευτός fed up fem gen pl σῑτευτῶν , σιτευτός fed up masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιτευτόν — σῑτευτόν , σιτευτός fed up masc acc sg σῑτευτόν , σιτευτός fed up neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • питомец — др. русск., ст. слав. питомъ σιτευτός, далее связано с питать (см.) …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • σιδυτός — ή, όν, Α σιτευτός …   Dictionary of Greek

  • σιτευτάρι(ο)ς — και σιτευτώριος, ὁ, Α τροφεύς*, κυρίως αυτός που εκτρέφει κοκόρια για τις κοκορομαχίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιτευτός «παροχή τροφής» + κατάλ. άριος (< λατ. arius), πρβλ. ποιμεντ άριος] …   Dictionary of Greek

  • σιτιστός — ή, όν, ΜΑ [σιτίζω] ο σιτευτός, το θρεφτάρι …   Dictionary of Greek

  • sitar — SITÁR2, sitari, s.m. Meseriaş care face site; vânzător de site. – Sită + suf. ar. Trimis de RACAI, 07.12.2003. Sursa: DEX 98  SITÁR1, sitari, s.m. Pasăre călătoare de mărimea unui porumbel, cu ciocul lung, drept şi subţire şi cu pete cafenii,… …   Dicționar Român

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”