σιτευτός — σῑτευτός , σιτευτός fed up masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιτευτός — ή, ό καλά θρεμμένος, παχύς: Έσφαξε το μόσχο το σιτευτό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σιτευτά — σιτευτά̱ , σιτευτής one who feeds up cattle masc nom/voc/acc dual σιτευτής one who feeds up cattle masc voc sg σιτευτής one who feeds up cattle masc nom sg (epic) σῑτευτά , σιτευτός fed up neut nom/voc/acc pl σῑτευτά̱ , σιτευτός fed up fem… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιτευτῶν — σιτευτής one who feeds up cattle masc gen pl σῑτευτῶν , σιτευτός fed up fem gen pl σῑτευτῶν , σιτευτός fed up masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιτευτόν — σῑτευτόν , σιτευτός fed up masc acc sg σῑτευτόν , σιτευτός fed up neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
питомец — др. русск., ст. слав. питомъ σιτευτός, далее связано с питать (см.) … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
σιδυτός — ή, όν, Α σιτευτός … Dictionary of Greek
σιτευτάρι(ο)ς — και σιτευτώριος, ὁ, Α τροφεύς*, κυρίως αυτός που εκτρέφει κοκόρια για τις κοκορομαχίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιτευτός «παροχή τροφής» + κατάλ. άριος (< λατ. arius), πρβλ. ποιμεντ άριος] … Dictionary of Greek
σιτιστός — ή, όν, ΜΑ [σιτίζω] ο σιτευτός, το θρεφτάρι … Dictionary of Greek
sitar — SITÁR2, sitari, s.m. Meseriaş care face site; vânzător de site. – Sită + suf. ar. Trimis de RACAI, 07.12.2003. Sursa: DEX 98 SITÁR1, sitari, s.m. Pasăre călătoare de mărimea unui porumbel, cu ciocul lung, drept şi subţire şi cu pete cafenii,… … Dicționar Român